- μεσῆλιξ
- μεσ-ῆλιξ, ῐκος, ὁ, ἡ,A middle-aged, Artem.1.31, Poll.2.12, Gp.1.12.16, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσήλιξ — μεσῆλιξ, ικος, ὁ και ἡ (ΑM) βλ. μεσήλικος … Dictionary of Greek
μεσηλικιότης — μεσηλικιότης, ητος, ἡ (Μ) [μεσήλιξ] η μέση ηλικία, η ηλικία τού μεσηλίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσήλιξ με επίδραση τού ἡλικία] … Dictionary of Greek
ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… … Dictionary of Greek
μεσήλικος — η, ο, αρσ. και μεσήλικας και μεσοήλικας (ΑM μεσῆλιξ, ικος, Μ και μεσοῆλιξ, ὁ και ἡ) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μέση ηλικία ή αυτός που βρίσκεται μεταξύ ανδρικής και γεροντικής ηλικίας, ο μεσόκοπος νεοελλ. μσν. αυτός που έχει μέτριο… … Dictionary of Greek
μεσηλικία — μεσηλικία, ἡ (Α) η μέση ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσῆλιξ (πρβλ. ομ ήλιξ > ομ ηλικία)] … Dictionary of Greek
μεσσογενής — μεσσογενής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν μέσῃ ἡλικίᾳ γεγονώς, μεσῆλιξ». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * (για τα δύο σσ βλ. μέσος) + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής] … Dictionary of Greek
ՄԻՋԱՀԱՍԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0278 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c ա.գ. μεσῆλιξ qui mediae aetatis est եւ media aetas. Միջակ հասակաւ կամ տիօք. երիտասարդ. չափահաս. եւ Միջակ հասակն. երիտասարդութիւն. առուգութիւն. *Ո՛վ խաչ բարձրաթեւ, մանկանց պահապան,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)